ετερότυπος

ετερότυπος
ος, ο[ν] разнотипный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ετερότυπος" в других словарях:

  • ετερότυπος — ο 1. αυτός που έχει διαφορετικό τύπο, ο ιδιότυπος, ο ιδιόρρυθμος («ετερότυπο νόμισμα») 2. ιατρ. τερατογονική διάπλαση που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ατελώς ανεπτυγμένου παρασιτικού τέρατος, εμφυτευμένου στο πρόσθιο τμήμα τού σώματος τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»